- τόφος
- και τόφφος, ο, ΝΑπορώδες και εύθρυπτο πέτρωμανεοελλ.ιατρ. οζοειδές σύγκριμμα ουρικών αλάτων, εκδήλωση υπερφορτώσεως τών ιστών με ουρικό οξύ στους πάσχοντες από ουρική αρθρίτιδα («ουρικός τόφος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tofus «είδος λίθου»).
Dictionary of Greek. 2013.